- Φᾶριν
- Φᾶριςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φαρίν — Φαρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
φαρί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μορονίου. * * * το / φαρίν, ΝΜ, και φαρίον Μ άλογο, ιδίως το κατάλληλο για ιππασία ή για πόλεμο («οι καβαλλάροι μάχουνται, και τα … Dictionary of Greek
φαρίον — και φαρίν, τὸ, Μ βλ. φαρί … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Αγκύλας — Ήρωας των ακριτικών επών. Μονομαχεί με τον Διγενή για ένα ωραίο φαρίν (άλογο) και τον νικά. Σε δεύτερη όμως μονομαχία μαζί του, ο Α. σκοτώνεται … Dictionary of Greek
γαλατάλευρο — το μείγμα από αλεύρι και γάλα που χρησιμοποιείται ως βρεφική τροφή, φαρίν λακτέ: Το μωρό θα αρχίσει τον άλλο μήνα να τρώει κρέμα από γαλατάλευρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)